„apothekenpflichtig“: Adjektiv apothekenpflichtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαθέσιμος μόνο σε φαρμακεία διαθέσιμος μόνο σε φαρμακεία apothekenpflichtig apothekenpflichtig