„Geländefahrt“: Femininum, weiblich GeländefahrtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαδρομή σε ανώμαλο δρόμο διαδρομήFemininum, weiblich | θηλυκό f σε ανώμαλο δρόμο Geländefahrt Geländefahrt