„διαβόητος“ διαβόητος [ðiaˈvoitos], διαβόητη, διαβόητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) berüchtigt, notorisch berüchtigt, notorisch διαβόητος διαβόητος