notorisch
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διαβόητος, περιώνυμοςnotorisch Lügneret cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcnotorisch Lügneret cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc