διάδοχος
[ðiˈaðoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nachfolgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάδοχοςδιάδοχος
- Nachfolgemodellουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάδοχος αυτοκίνητο, προϊόνδιάδοχος αυτοκίνητο, προϊόν