Kronerbe
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, KronerbinFemininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διάδοχοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f του θρόνουKronerbeKronerbe