„διάγνωση“: θηλυκό διάγνωση [ðiˈaɣnosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diagnose, Befund, Diagnose Diagnoseθηλυκό | Femininum, weiblich f διάγνωση διάγνωση Befundαρσενικό | Maskulinum, männlich m διάγνωση ιατρική | Medizinιατρ Diagnoseθηλυκό | Femininum, weiblich f διάγνωση ιατρική | Medizinιατρ διάγνωση ιατρική | Medizinιατρ