διάβρωση
[ðiˈavrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Korrosionθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάβρωσηδιάβρωση
- Abtragungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάβρωση γεωλογία | Geologieγεωλδιάβρωση γεωλογία | Geologieγεωλ
examples
- διάβρωση από μύκητεςPilzbefallαρσενικό | Maskulinum, männlich m