διάβολος
[ˈðjavolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teufelαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάβολοςδιάβολος
examples
- στο διάβολο!zum Teufel!
- να πάει στο διάβολο οικείο | umgangssprachlichοικer kann mir mal im Mondschein begegnen, der kann mich mal gernhaben!
hide examplesshow examples