„δίκαιος“ δίκαιος [ˈðikjeos], δίκαιη, δίκαιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gerecht, recht, verdient gerecht, recht δίκαιος δίκαιος verdient δίκαιος τιμωρία δίκαιος τιμωρία examples δεν είναι δίκαιο das ist nicht fair δεν είναι δίκαιο