Greek-German translation for "δένω"

"δένω" German translation

δένω
[ˈðeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • binden (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
    δένω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    δένω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • anbinden, festbinden
    δένω
    δένω
  • zubinden
    δένω σακούλα
    δένω σακούλα
  • zusammenbinden
    δένω μαλλιά
    δένω μαλλιά
  • einbinden
    δένω βιβλίο
    δένω βιβλίο
  • verbinden
    δένω τραύμα
    δένω τραύμα
  • schnüren
    δένω παπούτσια, πακέτο
    δένω παπούτσια, πακέτο
  • ketten, anketten (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
    δένω με αλυσίδα
    δένω με αλυσίδα
  • fesseln
    δένω με χειροπέδες
    δένω με χειροπέδες
  • einfassen
    δένω κόσμημα
    δένω κόσμημα
  • eindicken
    δένω σάλτσα
    δένω σάλτσα
  • falten
    δένω χέρια
    δένω χέρια
  • einbinden (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
    δένω ενσωματώνω
    δένω ενσωματώνω
  • verpflichten, an sich binden
    δένω υποχρεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    δένω υποχρεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
δένω
[ˈðeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • dick
    δένω σάλτσα
    δένω σάλτσα
  • sämig werden, binden
    δένω ή | oderod
    δένω ή | oderod
  • zusammenheilen
    δένω οστό
    δένω οστό

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: