γωνιακός
[ɣoniaˈkos], γωνιακή, γωνιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
-
- γωνιακό ντουλάπιουδέτερο | Neutrum, sächlich nEckschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- γωνιακό παράθυροουδέτερο | Neutrum, sächlich nEckfensterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples