γυναικείος
[jineˈkjios], γυναικεία, γυναικείοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- γυναικεία εσώρουχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplDamenunterwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
-
hide examplesshow examples