γυάλινος
[ˈjalinos], γυάλινη, γυάλινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Glas-γυάλινοςγυάλινος
- γυάλινος μάτια, βλέμμα
examples
- γυάλινη θήκηθηλυκό | Femininum, weiblich fGlaskastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
-
hide examplesshow examples