πρόσοψη
[ˈprosopsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fassadeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσοψη αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ(Vorder-)Frontθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσοψη αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτπρόσοψη αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
examples
- πρόσοψη σπιτιούHäuserfrontθηλυκό | Femininum, weiblich f