„γουστάρω“: μεταβατικό ρήμα γουστάρω [ɣusˈtaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αρα/-άρισα> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mögen, Appetit, Lust haben auf, scharf sein auf mögen γουστάρω μου αρέσει γουστάρω μου αρέσει Appetit γουστάρω έχω όρεξη γουστάρω έχω όρεξη Lust haben auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk γουστάρω ή | oderod γουστάρω ή | oderod scharf sein auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk γουστάρω επιθυμώ γουστάρω επιθυμώ