„γνωστός“: επίθετο, ως επίθετο γνωστός [ɣnosˈtos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, γνωστή, γνωστό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bekannt bekannt (για für) γνωστός γνωστός examples ως γνωστόν bekanntlich ως γνωστόν γίνεται γνωστό es wird bekannt gegeben (ότι dass) γίνεται γνωστό „γνωστός“: αρσενικό και θηλυκό γνωστός [ɣnosˈtos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bekannte Bekannte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f γνωστός γνωστός