„γνωστοποιώ“: μεταβατικό ρήμα γνωστοποιώ [ɣnostopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bekannt geben, mitteilen bekannt geben, mitteilen γνωστοποιώ γνωστοποιώ