γεωλογικός
[jeolojiˈkos], γεωλογική, γεωλογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geologischγεωλογικόςγεωλογικός
examples
- γεωλογική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich fErdzeitalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n