„Erdzeitalter“: Neutrum, sächlich ErdzeitalterNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γεωλογική περίοδος γεωλογική περίοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f Erdzeitalter Erdzeitalter