βρογχικός
[vroŋçiˈkos], βρογχική, βρογχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- βρογχικός βήχαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mReizhustenαρσενικό | Maskulinum, männlich m