„βήχας“: αρσενικό βήχας [ˈvixas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Husten Husten(anfall)αρσενικό | Maskulinum, männlich m βήχας βήχας examples βήχας καπνιστή Raucherhustenαρσενικό | Maskulinum, männlich m βήχας καπνιστή