„βραχνιασμένος“ βραχνιασμένος [vraxɲazˈmenos], βραχνιασμένη, βραχνιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) heiser, rau heiser βραχνιασμένος βραχνιασμένος rau βραχνιασμένος φωνή βραχνιασμένος φωνή