βιοτεχνικός
[viotexniˈkos], βιοτεχνική, βιοτεχνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- handwerklichβιοτεχνικόςβιοτεχνικός
examples
- βιοτεχνική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fHandwerksbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βιοτεχνική σχολήθηλυκό | Femininum, weiblich fGewerbeschuleθηλυκό | Femininum, weiblich f