„βατ“: ουδέτερο βατ [vat]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Watt Wattουδέτερο | Neutrum, sächlich n βατ ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ βατ ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ