ένταση
[ˈendasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spannungθηλυκό | Femininum, weiblich fένταση σχέσεων, στην ατμόσφαιρα πολιτική | Politikπολιτένταση σχέσεων, στην ατμόσφαιρα πολιτική | Politikπολιτ
- Intensitätθηλυκό | Femininum, weiblich fένταση ισχυρότηταένταση ισχυρότητα
- Steigerungθηλυκό | Femininum, weiblich fένταση δυνάμωμαένταση δυνάμωμα
- Stressαρσενικό | Maskulinum, männlich mένταση στρεςένταση στρες
- Lautstärkeθηλυκό | Femininum, weiblich fένταση φωνής, ήχουένταση φωνής, ήχου
examples
-
- ένταση φωτισμούBeleuchtungsstärkeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ένταση φωτόςLichtstärkeθηλυκό | Femininum, weiblich f