„αφορμή“: θηλυκό αφορμή [aforˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anlass, Auslöser Anlassαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφορμή αφορμή Auslöserαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφορμή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αφορμή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ examples με αφορμή aus Anlass (gen/gen) με αφορμή δίνω αφορμή Anlass geben (για zu) δίνω αφορμή