αφαίρεση
[aˈferesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wegnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fαφαίρεση απόσπαση από σύνολοαφαίρεση απόσπαση από σύνολο
- Entwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφαίρεση κλοπήαφαίρεση κλοπή
- Entzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφαίρεση αποστέρησηαφαίρεση αποστέρηση
- Abzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφαίρεση των εξόδωναφαίρεση των εξόδων
- Entfernungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφαίρεση ιατρική | Medizinιατραφαίρεση ιατρική | Medizinιατρ
- Abstraktionθηλυκό | Femininum, weiblich fαφαίρεση στην τέχνηαφαίρεση στην τέχνη
- Aberkennungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφαίρεση νομικός όρος | Rechtswesenνομαφαίρεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Subtraktionθηλυκό | Femininum, weiblich fαφαίρεση μαθηματικά | Mathematikμαθαφαίρεση μαθηματικά | Mathematikμαθ
examples
- αφαίρεση διπλώματος οδήγησηςFührerscheinentzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αφαίρεση οργάνου ιατρική | MedizinιατρOrganentnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αφαίρεση πόντων αθλητισμός | SportαθλPunktabzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples