Aberkennung
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (απο)στέρησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAberkennung Rechtswesen | νομικός όροςJURαφαίρεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fAberkennung Rechtswesen | νομικός όροςJURAberkennung Rechtswesen | νομικός όροςJUR