αυτοσυγκράτηση
[aftosiŋˈgratisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Selbstbeherrschungθηλυκό | Femininum, weiblich fαυτοσυγκράτησηαυτοσυγκράτηση
examples
- αυτοσυγκράτηση στην κατανάλωση του αλκοόλTrinkfestigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f