αυτοδικώ
[aftoðiˈko]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zur Selbsthilfe greifenαυτοδικώ νομικός όρος | Rechtswesenνομαυτοδικώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ
Thank you for your feedback!