„αυλακωτός“ αυλακωτός [avlakoˈtos], αυλακωτή, αυλακωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gerippt gerippt αυλακωτός αυλακωτός examples αυλακωτή λαμαρίναθηλυκό | Femininum, weiblich f Wellblechουδέτερο | Neutrum, sächlich n αυλακωτή λαμαρίναθηλυκό | Femininum, weiblich f