„λαμαρίνα“: θηλυκό λαμαρίνα [lamaˈrina]θηλυκό | Femininum, weiblich f <-νών> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blech Blechουδέτερο | Neutrum, sächlich n λαμαρίνα λαμαρίνα