„ατάκα“: θηλυκό ατάκα [aˈtaka]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spruch Spruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m ατάκα ατάκα examples ατάκα φλερτ Anmacheθηλυκό | Femininum, weiblich f ατάκα φλερτ