„Spruch“: Maskulinum, männlich SpruchMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Sprüche> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ρητό, απόφαση ρητόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spruch Spruch απόφασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Spruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR Spruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR