ασταμάτητος
[astaˈmatitos], ασταμάτητη, ασταμάτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ununterbrochen, pausenlosασταμάτητοςασταμάτητος
Thank you for your feedback!