„pausenlos“: Adjektiv pausenlosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αδιάκοπος, ασταμάτητος, ακατάπαυστος αδιάκοπος, ασταμάτητος, ακατάπαυστος pausenlos pausenlos