„αρματώνω“: μεταβατικό ρήμα αρματώνω [armaˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bestücken bestücken αρματώνω και | undκ. στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ αρματώνω και | undκ. στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ