„bestücken“: transitives Verb bestückentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αρματώνω αρματώνω bestücken auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL bestücken auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL