αργύριο
[arˈjirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Silbermünzeθηλυκό | Femininum, weiblich fαργύριοαργύριο
examples
- αργυρό μετάλλιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSilbermedailleθηλυκό | Femininum, weiblich f