„αργυρός“ αργυρός [arjiˈros], αργυρή, αργυρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) silbern silbern αργυρός αργυρός examples αργυρή επέτειοςθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμου silberne Hochzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αργυρή επέτειοςθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμου