„silbern“: Adjektiv silbernAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ασημένιος, αργυρός ασημένιος, αργυρός silbern silbern examples silberne Hochzeit αργυρή επέτειοςFemininum, weiblich | θηλυκό f γάμου silberne Hochzeit