„αργιλώδης“ αργιλώδης [arjiˈloðis], αργιλώδης, αργιλώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tonhaltig tonhaltig αργιλώδης αργιλώδης examples αργιλώδες έδαφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Lehmbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αργιλώδες έδαφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n