„απώτερος“ απώτερος [aˈpoteros], απώτερη, απώτεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) höchster höchster απώτερος απώτερος examples απώτερος σκοπόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Endzielουδέτερο | Neutrum, sächlich n απώτερος σκοπόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m