„Endziel“: Neutrum, sächlich EndzielNeutrum, sächlich | ουδέτερο nauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απώτερος σκοπός απώτερος σκοπόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Endziel Endziel