απόσταξη
[aˈpostaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Destillationθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόσταξηαπόσταξη
examples
- απόσταξη οινοπνευματωδών ποτώνSchnapsbrennereiθηλυκό | Femininum, weiblich f