„Gottesbeweis“: Maskulinum, männlich GottesbeweisMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απόδειξη ύπαρξης του Θεού απόδειξηFemininum, weiblich | θηλυκό f ύπαρξης του Θεού Gottesbeweis Gottesbeweis