αποθέτω
[apoˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (nieder)legen, absetzenαποθέτωαποθέτω
- setzenαποθέτω επλίδεςαποθέτω επλίδες
- deponierenαποθέτω εμπόριο | Handelεμπαποθέτω εμπόριο | Handelεμπ