απείραχτος
[aˈpiraxtos], απείραχτη, απείραχτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unberührt, unangetastetαπείραχτοςαπείραχτος
Thank you for your feedback!