„απαρτία“: θηλυκό απαρτία [aparˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beschlussfähigkeit Beschlussfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f απαρτία απαρτία examples έχω απαρτία beschlussfähig sein έχω απαρτία